ἀνταυγέω

Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A reflect light, Hp.Carn.17, Arist.Pr.932a27, Chaerem.14; πρὸς Ὄλυμπον Emp.44; φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον flashes back murder, E.Or.1519; gleam, glitter, Eub.56.

German (Pape)

[Seite 245] = ἀνταυγάζω, Hippocr.; vgl. Eubul. Ath. XI, 471 d; Chaerem. ib. 608 b; φόνον Eur. Or. 1533, Schol. ἀντιλάμπει.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταυγέω: ἀντανακλῶ φῶς, Ἀριστ. Προβλ. 23. 6, 1, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· πρὸς Ὄλυμπον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 400Β· φάσγανον ἀνταγεῖ φόνον, ἀντανακλᾶ, ἀντιλάμπει φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 1519: - λάμπω, στίλβω, μαρμαίρω, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.