βραδυπειθής
English (LSJ)
ές, (πείθομαι)
A slow to be persuaded, AP5.286 (Agath.). II reluctant, Nonn.D.4.313.
Greek (Liddell-Scott)
βραδῠπειθής: -ές, (πείθομαι) ὁ δύσκολος εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287.
ές, (πείθομαι)
A slow to be persuaded, AP5.286 (Agath.). II reluctant, Nonn.D.4.313.
βραδῠπειθής: -ές, (πείθομαι) ὁ δύσκολος εἰς τὸ νὰ πεισθῇ ἢ πιστεύση, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 287.