ὀαρισμός

Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ὁ,=foreg., in pl., Hes.Op.789 ;

   A εὐναῖοι ὀ. Call. Fr.118: in sg., Q.S.7.316.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, φιλικὴ συνομιλία, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.