Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀαρισμός

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀᾰρισμός Medium diacritics: ὀαρισμός Low diacritics: οαρισμός Capitals: ΟΑΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oarismós Transliteration B: oarismos Transliteration C: oarismos Beta Code: o)arismo/s

English (LSJ)

ὁ, = ὀάρισμα (confidential conversation, act of consorting intimately), in pl., Hes. Op. 789; εὐναῖοι ὀ. Call. Fr. 118; in sg., QS. 7.316.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.

Russian (Dvoretsky)

ὀᾰρισμός:беседа, речь Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, φιλικὴ συνομιλία, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, ἐν τῷ πληθ., κρυφίους τ’ ὀαρισμοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 787, Καλλ. Ἀποσπ. 118· ἐν τῷ ἑνικ., Κόϊντ. Σμ. 7. 316.

Greek Monolingual

ὀαρισμός, ὁ (Α) οαρίζω
οάρισμα («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ὀᾰρισμός: -οῦ, ὁ, = ὄαρος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὀᾰρισμός, οῦ, ὁ, = ὄαρος, Hes.]