ἀνεπιπληξία
English (LSJ)
ἡ,
A impunity, licentiousness, Pl.Lg.695b.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, die Ungebundenheit, τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀν. Plat. Legg. III, 695 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιπληξία: ἡ, ἀτιμωρησία, ἀκολασία, τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀνεπιπληξίας Πλάτ. Νόμ. 695Β.