ἀνεπιπληξία
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ἡ, impunity, licentiousness, Pl.Lg.695b.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
relajación τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀνεπιπληξίας Pl.Lg.695b, τρυφῇ καὶ ἐξουσίᾳ ἀνεπιπληξίᾳ τε χρῶνται D.C.80.4.1.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, die Ungebundenheit, τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀν. Plat. Legg. III, 695 b.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιπληξία: ἡ распущенность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιπληξία: ἡ, ἀτιμωρησία, ἀκολασία, τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀνεπιπληξίας Πλάτ. Νόμ. 695Β.
Greek Monolingual
ἀνεπιπληξία, η (Α)
ατιμωρησία, ακολασία.