A accompany by playing on the κιθάρα, τῷ χορῷ μέλος Ael.NA11.1.
[Seite 969] zusammenweben, Ael. H. A. 11, 1.
συγκρέκω: ᾄδω ὁμοῦ, Αἰλ. π. τὰ Ζ. 11. 1, μετὰ διαφ. γραφ. συγκράζω.