συγκράζω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

συγκράζω: ἴδε συγκρέκω.

Greek Monolingual

Α κράζω
συγκρέκω.