συγκρέκω
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
accompany by playing on the κιθάρα, τῷ χορῷ μέλος Ael.NA11.1.
German (Pape)
[Seite 969] zusammenweben, Ael. H. A. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
faire résonner avec, τινι.
Étymologie: σύν, κρέκω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρέκω: ᾄδω ὁμοῦ, Αἰλ. π. τὰ Ζ. 11. 1, μετὰ διαφ. γραφ. συγκράζω.
Greek Monolingual
Α
συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»].