μεταπήδησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A leaping from one place to another, Plu.2.739c.
German (Pape)
[Seite 152] ἡ, das Nachspringen, Darauflosspringen, Plut. Symp. 9, 4, in Beziehung auf das homerische μετάλμενος.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπήδησις: ἡ, τὸ πηδᾶν ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Πλούτ. 2. 739C.