μεταπήδησις
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
-εως, ἡ, leaping from one place to another, Plu.2.739c.
German (Pape)
[Seite 152] ἡ, das Nachspringen, Darauflosspringen, Plut. Symp. 9, 4, in Beziehung auf das homerische μετάλμενος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
saut, bond d'un lieu à un autre.
Étymologie: μεταπηδάω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπήδησις: ἡ, τὸ πηδᾶν ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Πλούτ. 2. 739C.
Russian (Dvoretsky)
μεταπήδησις: εως ἡ перепрыгивание, наскакивание или прыжок Plut.