A singe, coined as etym. of πυρακτέω, EM697.16.
[Seite 819] verbrennen, zw.
πῠράζω: πυρακτῶ, λέξις ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697.