πυράζω
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
singe, coined as etym. of πυρακτέω, EM697.16.
German (Pape)
[Seite 819] verbrennen, zw.
Greek (Liddell-Scott)
πῠράζω: πυρακτῶ, λέξις ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697.
Greek Monolingual
Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πυράζω παράγεται από τη λ. πῦρ και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση του ρ. πυρακτῶ].