τρισδύστηνος
English (LSJ)
ον, = foreg., ib.9.574.
Greek (Liddell-Scott)
τρισδύστηνος: -ον, τρὶς δύστηνος, τρισάθλιος, τρισκακοδαίμων, Ἀνθ. Π. 9. 574.
ον, = foreg., ib.9.574.
τρισδύστηνος: -ον, τρὶς δύστηνος, τρισάθλιος, τρισκακοδαίμων, Ἀνθ. Π. 9. 574.