τρισκακοδαίμων
English (LSJ)
τρισκακοδαίμον, gen. ονος, thrice-unlucky, Ar.Ach.1024, Ra. 10, Aeschin. 1.59, Men.404.1: should perhaps be written divisim, especially in view of Ar.Pl.851, τρὶς κακοδαίμων καὶ τετράκις.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
trois fois malheureux, tout à fait malheureux.
Étymologie: τρίς, κακοδαίμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-κακοδαίμων -ον, gen. -ονος, driewerf ongelukkig.
German (Pape)
ονος, dreimal, d.i. sehr unglücklich; Ar. Ach. 988, Plut. 851 und öfter; Aesch. 1.59.
Russian (Dvoretsky)
τρισκακοδαίμων: 2, gen. ονος трижды, т. е. в высшей степени несчастный Arph., Men.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρεις φορές κακοδαίμων, πολύ κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + κακο-δαίμων «δυστυχής»].
Greek Monotonic
τρισκᾰκοδαίμων: -ον, τρεις φορές άτυχος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκᾰκοδαίμων: -ον, τρὶς κακοδαίμων, τρισάποτμος, τρισάθλιος, ὦ τρισκακοδαίμων, εἶτα λευκὸν ἀμπέχει; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1024, Βάτρ. 19, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 4, κλπ.· ἀλλὰ κοινῶς φέρεται διῃρημένως, ὡς εἶναι ἀναγκαῖον ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 851, τρὶς κακοδαίμων καὶ τετράκις, πρβλ. τρισμάκαρ.