τρισκακοδαίμων

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκᾰκοδαίμων Medium diacritics: τρισκακοδαίμων Low diacritics: τρισκακοδαίμων Capitals: ΤΡΙΣΚΑΚΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: triskakodaímōn Transliteration B: triskakodaimōn Transliteration C: triskakodaimon Beta Code: triskakodai/mwn

English (LSJ)

τρισκακοδαίμον, gen. ονος, thrice-unlucky, Ar.Ach.1024, Ra. 10, Aeschin. 1.59, Men.404.1: should perhaps be written divisim, especially in view of Ar.Pl.851, τρὶς κακοδαίμων καὶ τετράκις.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
trois fois malheureux, tout à fait malheureux.
Étymologie: τρίς, κακοδαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-κακοδαίμων -ον, gen. -ονος, driewerf ongelukkig.

German (Pape)

ονος, dreimal, d.i. sehr unglücklich; Ar. Ach. 988, Plut. 851 und öfter; Aesch. 1.59.

Russian (Dvoretsky)

τρισκακοδαίμων: 2, gen. ονος трижды, т. е. в высшей степени несчастный Arph., Men.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρεις φορές κακοδαίμων, πολύ κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + κακο-δαίμων «δυστυχής»].

Greek Monotonic

τρισκᾰκοδαίμων: -ον, τρεις φορές άτυχος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰκοδαίμων: -ον, τρὶς κακοδαίμων, τρισάποτμος, τρισάθλιος, ὦ τρισκακοδαίμων, εἶτα λευκὸν ἀμπέχει; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1024, Βάτρ. 19, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 4, κλπ.· ἀλλὰ κοινῶς φέρεται διῃρημένως, ὡς εἶναι ἀναγκαῖον ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 851, τρὶς κακοδαίμων καὶ τετράκις, πρβλ. τρισμάκαρ.

Middle Liddell

τρισ-κᾰκοδαίμων, ον,
thrice unlucky, Ar.