ἀλοάω

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Ep. ἀλοιάω Theoc.10.48: Ep. impf.

   A ἀλοία Il.9.568: fut. -ήσω LXX Je.5.17, Dor. ἀλοιησέω Tyrt. in Berl.Sitzb.1918.728: aor. ἠλόησα Ar.Ra.149, Herod.2.34 (ἀλοιήσῃ ib.51), part. ἀλοάσας [ᾱς] Pherecr.65; Ep. ἠλοίησα (ἀπ-) Il.4.522, (συν-) Theoc.22.128:—Pass., fut. -ηθήσομαι LXX Je.28(51).33: aor. ἠλοήθην Thphr.CP4.6.5, Plb.10.12.9, Plu.2.327a: pf. ἠλόημαι Thphr. CP4.12.9 (Cod. Urb.):— poet. aor. part. ἀλοίσας (as if from ἀλοίω, cf. Eust.775.8, Hdn.Epim. 277) dub. l. in Epigr. ap. D.L.7.31; ἀλοϝάω dub. in Glotta4.202 (archaic Apulian vase):—tread, thresh, Pl.Thg.124a, X.Oec.18.2, LXX De.25.4.    2 thresh, smite, γῆν χερσὶν ἀλοία Il.0.568, cf. Epigr. l.c.; μηρόν Plu.TG2; cudgel, thrash, Glotta l. c., S.Fr.20 (dub.), Ar. Ra.149, Herod.2.34; ῥοπάλῳ τινά Babr.98.15.    3 crush, smash, σκεύη Id.129.16; destroy, πόλεις LXX Je.5.17.    II drive round and round, like cattle treading out corn, Ar.Th.2 (acc. to Sch.).

German (Pape)

[Seite 108] fut. ἀλοήσω (die Form ἀλοάσω, von den Atticisten allein gebilligt, scheint dem älteren Atticismus anzugehören, ἀλοάσαντα aus Phereer. B. A. 379; einige Gramm. schreiben, der Etymologie von ἅλως folgend, ἁλοάω), p. auch ἀλοιάω, dreschen, ausdreschen, σῖτον Xen. Oec. 18, 2; übertr., schlagen, prügeln, μητέρα Ar. Ran. 149; Plut. Tib. Gr. 2. Auch, da die zum Dreschen gebrauchten Thiere auf der Tenne herumgetrieben werden, herumtreiben, Ar. Th. 2; ἀλοῶ τὰς γνάθους Ar. bei B. A. 384, περιάγειν erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοάω: Ἀττ., Ἐπ. ἀλοιάω, Θεόκρ. 10. 48: Ἐπ. παρατ. ἀλοία, Ἰλ.: μέλλ. -ήσω, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλόησα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, ἀλλὰ μετ. ἀλοάσας [ᾱσ] Φερεκρ. ἐν «Ἰπνῷ» 3. Ἐπ. ἠλοίησα, [ἀπ-] Ἰλ., (συν-) Θεόκρ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλοήθην, Πολύβ. 10. 12, 9. Πλούτ., ἀλλὰ μετοχ. ἀλοᾱθείς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 6, 5: πρκμ. ἠλόημαι, αὐτόθι 4. 12, 9. (Κῶδ. Οὐρβ.): πρβλ. ἀπ-, κατ-, συναλοάω. ― Εὕρηται ὡσαύτως ποιητ. ἀόρ. μετοχ. ἀλοίσας (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος ἀλοίω), Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 31, καὶ ἤλοισε προὐτάθη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 21˙ πρβλ. καταλοάω (ἴδε ἐν λέξ. ἀλέω). Ἁλωνίζω, ἁλωνοτριβέω, Πλάτ. Θεαγ. 124Α, Ξεν. Οἰκ. 18. 2. 2) ἁλωνίζω, πλήττω, γαῖαν... χερσὶν ἀλοία, Ἰλ. Ι. 568, πρβλ. Ἐπίγραμμ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― πλήττω, ῥαβδίζω, Σοφ. Ἀποσπ. 21, Ἀριστοφ. Βάτρ. 149, Θεσμ. 2. ΙΙ. «ἔξωθεν ἐν κύκλῳ περιάγω», ὡς οἱ βόες ὅταν ἁλωνίζωσι τὸν σῖτον, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 2.