ου, ὁ,
A a good walker, Cratin.392.
[Seite 423] ὁ, der gern geht, Cratin. Poll. 3, 92.
βαδισματίας: -ου, ὁ, ὁ ἱκανὸς εἰς τὸ βαδίζειν, περιπατεῖν πεζῇ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 105.