προσέληνος

Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (σελήνη)

   A before the moon, older than the moon, a name given to the Arcadians, as priding themselves on their antiquity, Arist.Fr.591, Hippys 2, Plu. 2.282a, Sch.A.R.4.264; expld. by other Gramm.as = ὑβριστικός (cf. προυσελέω), cf. EM690.11: ὁ προυσέληνος,= ὁ Αρκάς, Call.Iamb.1.121.    II π. ἡμέραι the days before the new moon appears, Gp.1.6.2.

German (Pape)

[Seite 759] vor dem Monde, älter als der Mond; so nannten sich die Arkader (Plut. qu. Rom. 76), die eher als der Mond dagewesen zu sein glaubten, vgl. An. Rh. 4, 264; Schol. Ar. Nubb. 398 u. VLL. – Andere brachten das Wort mit dem oben erwähnten προσελέω zusammen u. erkl. ὑβριστικοί. Neuere, wie Döderlein, wollen es »die vor den Hellenen im Peloponnes gewesenen« erklären.

Greek (Liddell-Scott)

προσέληνος: -ον, (σελήνη) ὁ πρὸ τῆς σελήνης, ἀρχαιότερος τῆς σελήνης, ὄνομα τῶν Ἀρκάδων, οἵτινες ἐκαυχῶντο ἐπὶ τῇ ἀρχαιότητι αὐτῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 549, Ἵππυς ὁ Ρηγῖνος παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. Ἀρκάς, Πλούτ. 2. 282Α, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 264. Ἕτεροι προθυμότερον σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ῥῆμα προυσελέω, καὶ ἑρμηνεύουσιν = ὑβριστικός, Ἐτυμολ. Μέγ. 690. 11. ΙΙ. πρ. ἡμέραι, αἱ πρῶται τρεῖς ἡμέραι τῆς νέας σελήνης, προσελήνοις μόναις, τουτέστι ταῖς πρώταις τρισὶν ἡμέραις γεννηθείσης αὐτῆς Γεωπ. 1. 6, 2.