σηλαγγεύς

Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A gold refiner, Agatharch.27,28; cf. σάλαγξ and σῆραγξ 11.

Greek (Liddell-Scott)

σηλαγγεύς: ὁ, χρυσωρύχος, ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.