σηλαγγεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A gold refiner, Agatharch.27,28; cf. σάλαγξ and σῆραγξ 11.
Greek (Liddell-Scott)
σηλαγγεύς: ὁ, χρυσωρύχος, ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.
έως, ὁ,
A gold refiner, Agatharch.27,28; cf. σάλαγξ and σῆραγξ 11.
σηλαγγεύς: ὁ, χρυσωρύχος, ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.