χρυσωρύχος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
(parox.), ον, (ὀρύσσω) digging for gold, μύρμηκες Str.2.1.9; ἔργα Supp.Epigr.6.166 (Phrygia, iv A. D.): as substantive, gold-miner, Zos.Alch. p.240B.; cf. χρυσώρυφος.
German (Pape)
[Seite 1383] Gold grabend, Goldgräber, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui creuse ou exploite une mine d'or.
Étymologie: χρυσός, ὀρύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον, (ὀρύσσω) ὁ ἐξωρύττων χρυσόν, τοὺς χρυσωρύχους μύρμηγκας Στράβ. 70.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό
νεοελλ.-μσν.
εργάτης σε χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει για να βρει χρυσό, σε Στράβ.
Middle Liddell
χρῡ˘σ-ωρύχος, ον, ὀρύσσω
digging for gold, Strab.
Translations
gold digger
Bulgarian: златотърсач; Chinese Mandarin: 淘金者; Danish: guldgraver; Esperanto: orserĉisto, orfosisto; Finnish: kullankaivaja; French: chercheur d'or; German: Goldgräber, Goldgräberin; Greek: χρυσοθήρας; Ancient Greek: χρυσοθήρας, χρυσορύκτης, χρυσωρύχος; Hungarian: aranyásó; Italian: cercatore d'oro; Norwegian Bokmål: gullgraver; Nynorsk: gullgravar; Polish: poszukiwacz złota; Russian: золотоискатель, старатель; Spanish: excavador de oro, excavadora de oro; Swedish: guldgrävare