ή, όν,
A = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.
πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.