ἀνώμαλος
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
English (LSJ)
ἀνώμαλον, (ἀ- priv., ὁμαλός)
A uneven, irregular, χώρα Pl.Lg.625d; φύσις Id.Ti.58a; τὸ ἀνώμαλον τῆς ναυμαχίας Th.7.71 (cj.), cf. Arist.Pr.885a15: and in Sup., Hp.Aër.13; of movements, Arist.Ph.228b16, al.; of periods of time, Id.GA772b7; of the voice, ib.788a1. Adv. ἀνωμάλως, κινεῖσθαι Id.Ph.238a22, cf. Pl.Ti.52e.
II of conditions, fortune, and the like, φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι E.Fr.684; πόλις, πολιτεία, Pl.Lg.773b, Mx.238e; θέα Plot.6.7.34. Adv. ἀνωμάλως Hp.Prog.3, Isoc.7.29; ἀνωμάλως διατεθῆναι τὸ σῶμα = fall into precarious health, Prisc.p.333 D.
III of persons, inconsistent, capricious, ὁμαλῶς ἀνώμαλον = consistently inconsistent Arist.Po.1454a26; ὄχλος, δαιμόνιον, App.BC3.42, Pun.59; πίθηκος Phryn. Com.20; τύχη AP10.96. Adv. ἀνωμάλως Isoc. 9.44.
IV Gramm., of words which deviate from a general rule, anomalous, Diom.1.327 K.; but τὸ ἀνώμαλον τῆς συντάξεως = diversity of construction, A.D.Synt.291.17. Adv. ἀνωμάλως = irregularly, capriciously Sch.Th.Oxy.853v18.
Spanish (DGE)
-ον
I en sent. formal desigual, irregular χώρα Pl.Lg.625d, Hp.Aër.13, D.C.40.21.2, χωρίον D.C.50.12.6, de un camino, Arist.Pr.885a15, τὰ ὄρη D.C.56.20.1, κῶνος Democr.B 155.
II desde el punto de vista interno
1 con mezcla de elementos diversos, desequilibrado σύγκριμα Democr.A 93
•no uniforme φύσις Pl.Ti.58a
•irregular βίος Iambl.VP 196
•de la gestación humana χρόνοι ... ἀνώμαλοι duración variable Arist.GA 772b7
•de la salud indispuesto, enfermo ἐμπεσεῖν ... εἰς ἀ. διάθεσιν Dor.Ab.M.88.1736A.
2 gram. anómalo, irregular, nominum genera ... anomala Diom.1.327.1, anomala ... uerborum Priscian.Inst.2.439.17
•subst. irregularidad, lo irregular τὸ ἀνώμαλον τῆς συντάξεως A.D.Synt.291.17.
3 del mov. irregular, no uniforme κίνησις Arist.Ph.228b16, Papp.540.10
•subst. τὸ ἀνώμαλον Eudem.60 (= Archyt.A 23).
III fig.
1 desigual, desequilibrado ἡ πόλις Pl.Lg.773b, πολιτεῖαι Pl.Mx.238e.
2 de la marcha del destino τῶν βροτείων ... τύχαι E.Fr.684, Τύχη AP 10.96 (Pall.)
•subst. τὸ ἀνώμαλον ... τῆς ναυμαχίας la diversa fortuna ... del combate naval Th.7.71.
3 de pers. desigual de carácter κἂν γὰρ ἀνώμαλός τις ᾖ ὁ τὴν μίμησιν παρέχων pues aunque quien es objeto de mímesis sea desigual de carácter Arist.Po.1454a26
•caprichoso del carácter ἀ. ὑπ' ὀργῆς Plu.2.74e, ὄχλος App.BC 3.42, δαιμόνιον App.Pun.59, πίθηκος Phryn.Com.20.
IV en sent. act. que produce desequilibrio ἀνώμαλος γὰρ ἡ τούτων πως θέα pues la observación de estos elementos significaría en cierto modo romper la uniformidad (de su estado), Plot.6.7.34.
V adv. ἀνωμάλως
1 de forma desigual τὸν μὲν γὰρ σίδηρον ἀνωμάλως συγκεῖσθαι Thphr.Sens.62.
2 irregularmente, anormalmente τὰ σκέλεα ἀνωμάλως διερριμμένα Hp.Prog.3, διανέμειν D.C.52.12.5, cf. 60.10.4
•gram. irregularmente ἀνωμάλως χρῆται Sch.Th.2.4
•ἀνωμάλως διατεθῆναι τὸ σῶμα = enfermar Prisc.p.333.13.
3 de forma irregular en su movimiento del ἄπειρον Arist.Ph.238a22, Heraclid.Pont.110d, Papp.536.28, 540.9.
4 caprichosamente οὐδὲ πρὸς ἓν ἀτάκτως οὐδ' ἀνωμάλως διακείμενος = ni un solo asunto le afectaba deforma desmedida o por capricho Isoc.9.44.
German (Pape)
[Seite 268] (ὁμαλός), uneben, vom Boden, Plat. Legg. I, 625 d; ungleich, auch ungleichartig, oft bei Plat. u. sonst; τὸ ἀνώμαλον, die Ungleichheit, Thuc. 7, 71; unbillig, τύχη Palld. 121 (X, 96). – Bei Gramm. von der gemeinen Regel abweichend, im Gegensatz von ἀνάλογος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non uni, inégal.
Étymologie: ἀ, ὁμαλός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώμᾰλος:
1 неровный (χώρα Plat.; περίπατοι Arst.; τόποι Polyb.; χωρία Plut.);
2 неравномерный (κίνησις Arst., Plut.);
3 неравный (τύχαι Eur., Anth.; χρόνοι Arst.);
4 основанный на неравенстве (граждан) (πολιτείαι Plat.);
5 неоднородный, непостоянный (φωνή, ἦθος Arst.);
6 грам. отклоняющийся от нормы, неправильный.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώμᾰλος: ον (ἀν- ἀρν., ὁμαλὸς) ἐπὶ ἐδάφους, ὁ μὴ ὁμαλός, ὁ μὴ πεδινός, ἥ δε γὰρ (ἡ χώρα] ἀνώμαλος αὖ Πλάτ. Νόμ. 625D· τὸ ἀνώμαλον, ἡ ἀνωμαλία τοῦ ἐδάφους, Θουκ. 7. 71, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 40, 1 κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ ὑπερθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· ἐπὶ κινήσεων, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 14 κ. ἀλλ.· ἐπὶ περιόδων χρόνου, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 37· ἐπὶ τῆς φωνῆς, αὐτόθι 5. 7, 25: - Ἐπίρρ. ἀνωμάλως: ἀνωμ. κινεῖσθαι ὁ αὐτ. Φυσ. 6. 7, 6 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, περιστάσεων, τύχης καὶ τῶν ὁμοίων, φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀν. τύχαι Εὐρ. Ἀποσπ. 685· πόλις, πολιτεία, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Μενέξ. 238Ε· φύσις ὁ αὐτ. Τίμ. 58Α: - Ἐπίρρ. -λως Ἱππ. Προγν. 37, Πλάτ. Τίμ. 52Ε. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀσταθής, ἰδιότροπος, κἄν γὰρ ἀνώμαλός τις ᾖ ὁ τὴν μίμησιν παρέχων Ἀριστ. Ποιητ. 15, 6· ὄχλος, δαιμόνιον Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 42, Καρχ. 59· πίθηκος Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 2. IV. παρὰ γραμμ. λέξεις μὴ σχηματιζόμεναι κατὰ τοὺς γενικοὺς κανόνας.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνώμαλος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος
2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος
3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος
4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς κανόνες
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που παρουσιάζει αφύσικη σεξουαλική συμπεριφορά
αρχ.
(για πρόσωπα) ασταθής, ασυνεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ομαλός. Το -ω- (ανώμαλος) από έκταση του φωνήεντος λόγω σύνθεσης].
Greek Monotonic
ἀνώμᾰλος: -ον (ὁμαλός),
1. άνισος, ανόμοιος, ακανόνιστος, σε Πλάτ.· τὸ ἀν., ανωμάλια του εδάφους, σε Θουκ.
2. λέγεται για τη τύχη, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμαλός
1. uneven, irregular, Plat.: τὸ ἀν. unevenness of ground, Thuc.
2. of fortune, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό α στερητ. + ομαλός.