ἀνορμίζω
English (LSJ)
A take [ships] from their moorings, ἐς τὸ πέλαγος τὰς ναῦς D.C.48.48:—Med., put to sea, Id.42.7:—Pass., anchor above, ὑπὲρ τόπον Id.71.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορμίζω: μέλλ. -ίσω, ἐξάγω ἐκ τοῦ ὅρμου τὰ πλοῖα, ἐς τὸ πέλαγος εὐθὺς τὰς ναῦς ἀνώρμισε Δίων Κ. 48. 48: ― Μέσ., ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος, ὁ αὐτ. 42. 7.