καταβρίθω
English (LSJ)
[ῑ], intr.,
A to be heavily laden, weighed down by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op.234; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146. II trans., weigh down, outweigh, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Id.17.95.
German (Pape)
[Seite 1341] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.
Greek (Liddell-Scott)
καταβρίθω: ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., βαρέως πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε, «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι ὑπέρτερος, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).