ὑπέρτερος
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
α, ον, poet. Comp. from ὑπέρ (used also in late Prose):
I mostly of place, over or above, upper, κρέ' ὑπέρτερα flesh from the outer parts of a victim, outside pieces (opp. the σπλάγχνα or inwards), Od.3.65,470, cf. Arat.576 (cf. Sch.): generally, higher, τὰ δ' ὑ. νέρτερα θήσει Ζεύς Ar.Lys.772 (hex.).
2 metaph., nobler, more excellent, εὖχος, κῦδος, Il.11.290, 12.437; γενεῇ ὑ. 11.786 (where Eust. takes it as an Ion. form for νεώτερος, 884.33, cf. Archil.28, and v. ὑπέρτατος ΙΙ).
b stronger, mightier, ἐξ ὑπερτέρας χερός S.El.455.
3 c. gen., victorious or triumphant over, δαΐων Pi.N.4.38; ἀντιπάλων Wilcken Chr.109.4 (iii B.C.), OGI90.2 (Rosetta, ii B.C.); ἡμῶν γε . . Νέμεσίς ἐσθ' ὑ. A.Fr.266, cf. E.Med. 921; εἰ τἄδικ' ἔσται τῆς δίκης ὑ. Id.El.584; πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I will prefer above... Pi.I.1.2, cf. P.2.60; εἴ τι τῶνδ' ἔχοις ὑ. better than... A.Ch.105; τὰ πάντα, χὤτι τῶνδ' ὑ. Id.Fr.70; οὐδὲν οἶδ' ὑ. nothing further, S.Ant.16.
II of time, longer, ζωὴν ζήσω δορκάδος ὑπερτέραν Aesop.16b.
III neut. as adverb, μάντεων ὑπέρτερον better than... S.Ant.631, cf. A.Th.530:—also ὑπερτέρως, Apollon.Lex.; ὑπερτέρω Them.Or.11.152c; cf. ἀνωτέρω.—A second Comp. form ὑπερτερώτερος is cited from A. (v. Nauckad Fr. 434), whence it is conjectured by Weil for ὑπερβατώτερα in Ag. 428 (lyr.): cf. ὑπέρτατος fin.
German (Pape)
[Seite 1202] compar. von ὑπέρ, darüber befindlich, obenan; κρέ' ὑπέρτερα, Fleisch von den äußern Teilen des Opferthieres, im Gegensatz der σπλάγχνα, Od. 3, 65. 470 (vgl. Plut. Symp. 5, 8, 3); höher, vorzüglicher, vortrefflicher, κῦδος, εὖχος, Il. 11, 290. 12, 437; λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ' ἔχοις ὑπέρτερον Aesch. Ch. 103; u. adv., Spt. 512; χείρ, siegend, Soph. El. 447; ἔφρασας ὑπερτέραν τᾶς πάρος ἔτι χάριτος 1256; οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον, Nichts weiter, Ant. 16; aber τάχ' εἰσόμεσθα μάντεων ὑπέρτερον 627 ist = besser od. sicherer; γενεῇ ὑπέρτερος, höher, vornehmer von Geburt, von Geschlecht, Iliad. 11, 786 τέκνον ἐμόν, γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς, πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι· βίῃ δ' ὅ γε πολλὸν ἀμείνων; Archilochos verstand »Achill ist jünger, du bist älter«, und nannte deshalb die jüngere Tochter des Lykambes Λυκάμβεος παῖδα τὴν ὑπερτέρην, s. Schol. Aristonic., Archiloch. frgm. 17 Liebel; auf Grund der Stelle des Archilochos wurde dann behauptet, ὑπέρτερος in der Bedeutung »jünger« sei Ionisch, s. zu Iliad. 11, 786 die Scholl., in deren einem, B bei Bekker, ὑπέρτερον δὲ ἀεὶ τὸν ὑπερέχοντά φησιν. Ἴωνες δὲ τὸν μετέωρον, statt μετέωρον zu lesen ist νεώτερον; in der Bedeutung »älter« gebrauchen ὑπέρτερος die Tragiker, vgl. ὑπέρτατος; mächtiger, πρᾶγμα ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι Pind. I. 1, 2, vgl. P. 2, 60; ἴδοιμ' ὑμᾶς ἐχθρῶν τῶν ἐμῶν ὑπερτέρο υς Eur. Med. 921, u. öfter; Ar. vrbdt ὑπέρτερα νέρτερα θεῖναι, Lys. 772, das Oberste zu unterst lehren; auch in sp. Prosa, ὑπέρτερόν τί τινος ποιεῖν Plut. Timol. 22. – Bei Hesych. finden sich hiervon wieder comparat. ὑπερτερέστερος u. ὑπερτερώτερος.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
1 placé plus haut, qui est au-dessus, supérieur : ὑπέρτερα κρέα OD les chairs supérieures des victimes (p. opp. aux viscères inférieurs ou σπλάγχνα);
2 fig. supérieur, éminent : γενεῇ IL supérieur par la naissance, par la race, sel. d'autres qui a l'avantage de l'âge, càd plus jeune ; δυνάμει τινός PLUT supérieur à qqn en puissance ; ὑπέρτερον ποιεῖν ou νομίζειν PLUT préférer une ch. à une autre ; adv. • ὑπέρτερον avec le gén. : plus que ou mieux que;
Cp. de seconde formation ὑπερτερώτερος.
Étymologie: ὑπέρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρτερος: [compar. к ὑπέρ
1 находящийся выше (сверху), верхний: ὑπέρτερα κρέα Hom. наружные части туши; τὰ ὑπέρτερα νέρτερα θεῖναι Arph. поставить или перевернуть все вверх дном;
2 более сильный, победоносный (χείρ Soph.): ὑ. τῶν ἐχθρῶν Eur. торжествующий над врагами; ὑπέρτερον τινος ποιεῖν τι Plut. обеспечить чему-л. победу над чем-л.;
3 высший, лучший: γενεῇ ὑ. Hom. знатнее родом; ὑπέρτερον θέσθαι τί τινος Pind. предпочесть что-л. чему-л.; λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ᾽ ἔχεις (v.l. ἔχοις) ὑπέρτερον Aesch. говори же, если у тебя есть нечто получше этого;
4 больший, дальнейший: οὐδὲν οἶδ᾽ ὑπερτερον οὔτ᾽ εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ᾽ ἀτωμένη Soph. я не знаю ничего, что могло бы что-л. прибавить к моему счастью или несчастью.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρτερος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Νόνν.· - ποιητ. συγκρ. ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὲρ (ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις)· Ι. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τόπου, ὑπερέχων, ἀνώτερος, κρέ’ ὑπέρτερα, κρέατα εἰλημμένα ἐκ τῶν ἐξωτερικῶν μερῶν τοῦ θύματος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ σπλάγχνα ἢ ἔγκατα, Ὀδ. Γ. 65, 470, πρβλ. Ἄρατ. 576, καὶ Σχολιαστ.· τὰ δ’ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 772. 2) μεταφ., ὑψηλότερος, εὐγενέστερος, ἐξοχώτατος, κῦδος, εὖχος Ἰλ. Λ. 290., Μ. 437· γενεῆ ὑπ. Λ. 786 (ἔνθα ὁ Εὐστ. σημειοῦται ὅτι κατὰ τοὺς παλαιοὺς οἱ Ἴωνες ὑπέρτερον τὸν νεώτερον ἔλεγον, 884. 33, πρβλ. Ἀρχίλ. 24, καὶ ἴδε ὑπέρτατος ΙΙ). β) ἰσχυρότερος, κραταιότερος, ἐξ ὑπερτέρας χερὸς Σοφ. Ἠλ. 455. 3) μετὰ γεν., νικηφόρος, νικητής τινος, Πινδ. Ν. 4. 62· ἡμῶν γε... Νέμεσίς ἐσθ’ ὑπ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 921· τἄδικα τῆς δίκης ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 284· ὑπέρτερον θέσθαι τί τινος, κρίνειν κρεῖσσον παντὸς ἄλλου, Πινδ. Ι. 1. 2, πρβλ. Π. 2. 111· εἴ τι τῶνδ’ ἔχοις ὑπ., καλλίτερον, ἀνώτερον τούτων, Αἰσχύλ. Χο. 105· τὰ πάντα χὤτι τῶνδ’ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 65α· οὐδὲν οἶδ’ ὑπ., οὐδὲν περισσότερον γινώσκω ἢ οὐδὲν βεβαιότερον, Σοφ. Ἀντ. 16. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μακρότερος, ζωὴν γὰρ ζήσω δορκάδος ὑπερτέραν Αἰσώπ. Μῦθοι 16β, ἔκδ. Halm, ἔκδ. Κοραῆ σ. 92. ΙΙΙ. οὐδ’ ὡς ἐπίρρ., τάχ’ εἰσόμεσθα μάντεων ὑπέρτερον, κάλλιον ἢ οἱ μάντεις, Σοφ. Ἀντ. 631, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 530· - ὡσαύτως -έρως, Ἀπολλωνίου Λεξικὸν 672 ἐν λ. ὑπέρτερα· -έρω, Θεμίστ. 152C, πρβλ. ἀνωτέρω. - Δεύτερός τις συγκριτικὸς τύπος ὑπερτερώτερος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 351) ὑπὸ τῶν γραμμ., ὅθεν ἀποκατέστησεν αὐτὸ ὁ Weil ἀντὶ τοῦ ὑπερβατώτερα ἐν Ἀγ. 428· πρβλ. ὑπέρτατος ἐν τέλ.
English (Autenrieth)
(comp. from ὑπέρ): higher; then superior, better, more excellent; outer (flesh), Od. 3.65.
English (Slater)
ὑπέρτερος, ὑπέρτατος, ὑπερώτατος (ὑπέρτερον, -οι; -ον acc.: ὑπέρτατος, -ον, -ε, -ους; -ᾳ, -αν, -αις, -ας; -ον nom., voc.: ὑπερώτατα nom.)
a comp., superior εἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει ἕτερόν τιν' γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (N. 4.38) τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι (I. 1.2)
b superl., sovereign, preeminent
I of things, πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (byz.: ὕπατον ἐχοίσας παῖς θρόνον codd.) (O. 2.77) λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν (P. 3.89) βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας (P. 8.4) ἀνορέαις ὑπερτάταις (N. 3.20) χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα (N. 8.43) κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος (Pae. 2.68) ἀκτὶς ἀελίου ἄστρον ὑπέρτατον (Pae. 9.2) Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.
II of pers. ἐλατὴρ ὑπέρτατε Ζεῦ (O. 4.1) ὑπερτάτους ἥρωας (P. 8.27) Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο (contra Σ, ἀντὶ τοῦ πρεσβύτερος) (N. 6.21)
III ὑ]περτάτᾳ ι[ Πα. 8A. a. 4. ὑπερτατ[ Πα. 12. a. 10. ὑπερτάταν[ (Pae. 15.10)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος ΜΑ
μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος
αρχ.
1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.)
2. καλύτερος ή βεβαιότερος («λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ' ἔχεις ὑπέρτερον», Αισχύλ.)
3. (με χρον. σημ.) αυτός που έχει μεγαλύτερη διάρκεια
4. αυτός που θριαμβεύει πάνω σε κάποιον, ο νικητής
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρτερον
καλύτερα («τάχ' εἰσόμεσθα μάντεων ὑπέρτερον», Σοφ.)
6. φρ. «οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον» — δεν ξέρω τίποτε περισσότερο (Σοφ.).
επίρρ...
ὑπερτέρως και ὑπερτέρω Α
σε ανώτερη θέση συγκριτικά με άλλον, σε ανώτερο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρ + κατάλ. -τερος του συγκριτ. βαθμού].
Greek Monotonic
ὑπέρτερος: -α, -ον, συγκρ. από την πρόθ. ὑπέρ,
I. 1. αυτός που υπερέχει ή ανώτερος, υψηλότερος, κρέα ὑπέρτερα, σάρκα, κρέας από τα εξωτερικά μέρη ενός θύματος, αντίθ. προς τα σπλάγχνα ή εσωτερικά, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., υψηλότερος, ευγενέστερος, εξοχώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.· δυνατότερος, ισχυρότερος, σε Σοφ.
3. με γεν., νικηφόρος ή θριαμβευτικός έναντι, σε Πίνδ., Ευρ.· οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον, δεν γνωρίζω τίποτα περισσότερο, πιο βέβαιο, σίγουρο, σε Σοφ.
II. ουδ. ως επίρρ., καλύτερος, καταλληλότερος, προτιμότερος από, με γεν., στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπέρτερος, η, ον poet. comp. from ὑπέρ
I. over or above, upper, κρέα ὑπέρτερα flesh from the outer parts of a victim, opp. to the σπλάγχνα or inwards, Od.
2. metaph. higher, nobler, more excellent, Il.: stronger, mightier, Soph.
3. c. gen. victorious or triumphant over, Pind., Eur.; οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον I know nothing further, more certain, Soph.
II. neut. as adv., better than, c. gen., Soph.
English (Woodhouse)
(see also: ὑπέρ) conquering, more, victorious, having the upper hand, superior to, victorious over, winning the day
Mantoulidis Etymological
Συγκρ. ἀπό τήν πρόθ. ὑπέρ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπερτερῶ, ὑπερτερία καί τό ὑπερθ. ὑπέρτατος.
Translations
better
Alviri-Vidari Vidari: ودرتر; Arabic: أَفْضَل, أَحْسَن; Armenian: ավելի լավ; Assamese: -কৈ ভাল; Basque: hobe; Belarusian: лепшы; Bengali: আরও ভাল, আফজল; Breton: gwell, gwelloc'h; Bulgarian: по-добър; Catalan: millor; Chinese Mandarin: 更好, 比較好的/比较好的, 較好的/较好的; Cornish: gwell; Czech: lepší; Danish: bedre; Dutch: beter; Esperanto: pli bona; Estonian: parem; Faroese: betri; Finnish: parempi; French: meilleur; Friulian: miôr; Galician: mellor; Georgian: უკეთესი, უმჯობესი; German: besser; Gothic: 𐌱𐌰𐍄𐌹𐌶𐌰; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων, καλλίων, βέλτερος, ἀμείνων, λωΐων, λῴων, φέρτερος, ὑπέρτερος; Hindi: बेहतर; Hungarian: jobb; Icelandic: betri; Ido: plu bona, maxim; Interlingua: melior; Irish: níos fearr; Italian: migliore, meglio; Japanese: もっといい, より良い; Karelian: parempi; Korean: 더 좋은; Ladin: miec; Latin: melior, potior; Macedonian: подобар; Malay: lebih baik, lebih bagus; Neapolitan: meglio; Norman: miyeu; Norwegian Bokmål: bedre; Nynorsk: betre; Occitan: melhor; Old English: betera; Persian: بِهتَر, بختر; Plautdietsch: bäta; Polish: lepszy; Portuguese: melhor; Romani: feder; Romanian: mai bun, mai bine; Romansch: meglier; Russian: лучше, лучший; Sanskrit: श्रेयस्; Sardinian: megnus, mellus; Scottish Gaelic: nas fheàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ље̄; Roman: bȍljē, bolji; Sicilian: megghiu; Slovak: lepší; Slovene: bóljši; Spanish: mejor; Swahili: bora; Swedish: bättre; Thai: ดีกว่า; Turkish: daha iyi; Ukrainian: кращий, лі́пший; Urdu: بہتر; Venetian: mejo; Veps: paremba; Vietnamese: tốt hơn, khá hơn, khoẻ hơn; Volapük: gudikum; Võro: parõmb; Walloon: meyeu; Welsh: gwell; Yakut: бэт; Yiddish: בעסער