Βουζύγης: ὁ, ἐπίθ. Ἀττικοῦ τινος ἥρωος, ὅστις πρῶτος ἔζευξε βοῦς, Ἡσύχ.· ὁ Ἡρακλῆς κατὰ Σουΐδ.·- ὡσαύτως, ὁ τηρῶν τοὺς βοῦς ἐν Ἐλευῖνι, Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 491. - Πρβλ. Εὔπολ. Δημ. 7. καὶ 34.