κακοθυμία
English (LSJ)
ἡ,
A malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.