κακοθυμία
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ἡ, malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).
Greek Monolingual
η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.
Greek Monotonic
κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
Middle Liddell
κᾰκο-θῡμία, ἡ, θυμός
malevolence, Plut.