ἔνυπνος
English (LSJ)
ον,
A = ἐνύπνιος, φάντασμα Trag.Adesp.375 (anap.); ὄψις (prob. for ἐνύπνιον) E.Hec.703 Herm.
German (Pape)
[Seite 860] = ἐνύπνιος, φάντασμα poet. bei Plut. de supsrst. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνυπνος: -ον, = ἐνύπνιος, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 166Α· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401. καὶ Ἕρμανν. εἰς Ἑκάβ. 704.