φάντασμα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάντᾰσμα Medium diacritics: φάντασμα Low diacritics: φάντασμα Capitals: ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Transliteration A: phántasma Transliteration B: phantasma Transliteration C: fantasma Beta Code: fa/ntasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = φάσμα, apparition, phantom, ἐνύπνια φαντάσματα A.Th.710; νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφάς Id.Fr.312; φ. δαίμονος Plu.Dio 2, cf. E.Hec.54,94 (anap.), 390, Chrysipp.Stoic.2.22, Ev.Matt.14.26; περὶ τὰ μνήματα.. ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φ. Pl.Phd. 81d; vision, dream, Arist.EN 1102b10(pl.), Theoc.21.30.
b pl., phenomena, τὰ ἐν ἀέρι φ. Arist. Mu.395a29: pl., portents, D.H.4.62.
II = φαντασία 1, Pl.Prt. 356e, Tht.167b, Prm.166a, R.598b, Arist.de An.428a1, Epicur.Ep.2pp.37,51 U.; distinguished from εἰκών, Pl.Sph.236c.

German (Pape)

[Seite 1255] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Gegensatz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 apparition, vision, songe;
2 image offerte à l'esprit par un objet ; image sans consistance, apparence;
3 spectre, fantôme.
Étymologie: φαντάζω.

Russian (Dvoretsky)

φάντασμα: ατος τό
1 видение, призрак Eur.: ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. сонные грезы;
2 сновидение Theocr.;
3 отражение (ἐν τοῖς ὕδασι Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.);
4 воображение, представление Plat.: αἱ φαντασίαι γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Arst. образы фантазии в большинстве (своем) обманчивы.

Greek (Liddell-Scott)

φάντασμα: τό, (φαντάζω) = φάσμα, ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― ἐντεῦθεν ὅραμα, ἐνύπνιον, ὄνειρον, Θεόκρ. 29. 30· ― ὡσαύτως, τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, ἴνδαλμα παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. φαντασία ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν ἴνδαλμα, οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ ἀλήθεια, Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ εἰκών, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C.

Spanish

aparición, fantasma, visión

English (Strong)

from φαντάζω; (properly concrete) a (mere) show ("phantasm"), i.e. spectre: spirit.

English (Thayer)

φαντασματος, τό (φαντάζω), an appearance; specifically, an apparition, spectre: Aeschylus, Euripides, Plato, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others; Wisdom of Solomon 17:14 (15).)

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και φάνταγμα Ν φαντάζω, -ομαι]
1. υπερφυσικό, άυλο ον (α. «αντίκρυ από τα πλάσματα του νοός τ' αληθινά / του προβαίνουν δύο φαντάσματα», Σόλωμ.
β. «νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς», Αισχύλ.)
2. οπτασία, είδωλο, εμφάνιση προσώπου που έχει πεθάνει
3. φανταστική εικόνα, φανταστική παράσταση, είκασμα
νεοελλ.
1. (λαογρ.) ψυχή, πνεύμα, φάσμα νεκρού ανθρώπου, ιδίως θανατωμένου ή κολασμένου, που συχνάζει στον τόπο όπου έζησε ή όπου τον έθαψαν, στοιχειό (α. «το φάντασμα του βασιλιά Ληρ» β. «πύργος γεμάτος φαντάσματα»)
2. έπαρση, αλαζονεία
3. μτφ. άνθρωπος κάτισχνος ή πολύ άσχημος (α. «έγινε φάντασμα μετά από την εντατική δίαιτα που έκανε» β. «είναι σαν φάντασμα κι ας βάζει τόσες καλλυντικές κρέμες στο πρόσωπο»)
αρχ.
1. η αποτύπωση ενός πράγματος στον νου, ο σχηματισμός της ιδέας της εικόνας ενός πράγματος
2. όνειρο
3. στον πληθ. τὰ φαντάσματα
α) φαινόμενα («τὰ ἐν ἀέρι φαντάσματα», Αριστοτ.)
β) θαύματα.

Greek Monotonic

φάντασμα: -ατος, τό (φαντάζω), = φάσμα,
I. εμφάνιση, φάντασμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· όραμα, όνειρο, σε Θεόκρ.
II. 1. στη φιλοσοφία, βλ. φαντασία.
2. απλή απεικόνιση, όχι πραγματικότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φάντασμα, ατος, τό, φαντάζω = φάσμα
I. an appearance, phantasm, phantom, Aesch., Eur.:— a vision, dream, Theocr.
II. in Philosophy, v. φαντασία.
2. a mere image, unreality, Plat.

Chinese

原文音譯:f£ntasma 潘他士馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:顯出(果效)
字義溯源:顯示,妖怪,鬼怪;源自(φαντάζω)=顯示出來), (φαντάζω)出自(φαίνω)=發光), (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 鬼怪(1) 可6:49;
2) 一個鬼怪(1) 太14:26

English (Woodhouse)

apparition, appearance, phantom

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό 1 aparición, fantasma φύλαξόν με ἀπὸ ... παντὸς ἀγγέλου καὶ φαντάσματος καὶ σκιασμοῦ guárdame de todo ángel, fantasma y visita de una sombra P IV 2701 φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας, πρὸς φαντάσματα amuleto que protege el cuerpo contra démones, contra apariciones P VII 579 2 visión μὴ ἁπλῶς με παρέλ<θ>ατε, φαντάσματα ἄγοντες no vengáis a mí simplemente trayendo visiones P VII 1014