ἐνύπνιος
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ἐνύπνιον, in sleep, in dreams appearing, φαντάσματα A.Th.710; ἐνύπνιος ἦλθε AP12.124 (inc. or Artemon).
Spanish (DGE)
-ον
I 1que aparece en los sueños ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις A.Th.710, cf. Gr.Nyss.Apoll.197.5, ἐνύπνιον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν E.Hec.703, de pers. como pred. μοι ἐνύπνιος ἦλθε φαρέτρην ἀνταίρων me asaltó en sueños sosteniendo su carcaj ref. Eros AP 12.124 (Artemo), cf. Dam.Hist.Phil.11.
2 ac. neutr. adverb. ἐνύπνιον durante un sueño, en sueños, soñando θεῖός μοι ἐ. ἦλθεν Ὄνειρος me sobrevino una Ensoñación divina mientras soñaba, Il.2.56, Od.14.495, cóm. ἐ. ἑστιώμεθα; ¿es un sueño este banquete? Ar.V.1218, οὔδ' ἐ. ni en sueños Men.Pc.359, φαίνεσθαι δὲ ἐ. τὸν Ἀχιλλέα Arr.Peripl.M.Eux.23.1.
II subst. τὸ ἐνύπνιον
1 sueño gener. premonitorio y objeto de interpretación τῶνδ' ἐνυπνίων κριτής A.Pers.226, cf. IMEG 112 (heleníst.), γνώμην ἀποφαίνων περὶ τοῦ ἐνυπνίου Hdt.1.40, (θεοί) σημαίνουσί μοι ... φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X.Smp.4.48, cf. Hp.Vict.4.87, Theoc.21.29, ἐνυπνίῳ ... πιθέσθαι Pi.O.13.79, cf. Pl.Phd.61b, τέλεον ... τὸ ἐνύπνιον Pl.R.443b, ἐνυπνίῳ κωλύοντι πεισθεῖσα Agatharch.Fr.Hist.20a, τὸ τῆς ἱερείας ἐνύπνιον τῆς ἐν Σικελίᾳ διηγῆσαι Aeschin.2.10, ἀκούσατε τοῦ ἐνυπνίου ... οὗ ἐνυπνιάσθην ref. el sueño de José, LXX Ge.37.6, ἐλπίσας τε ἐκβαίνειν τοὐνύπνιον con la esperanza de que se cumpliera el sueño Porph.Abst.1.25
•del sueño que causa desazón θράττει με τοὐνύπνιον Cratin.331, ἐνύπνιον ... φοβερόν Hp.Morb.Sacr.15, ἐξ ἐνυπνίου φοβηθείς Plu.2.490a, u otras sensaciones ἡδύ τί μοι διὰ νυκτὸς ἐνύπνιον AP 12.125 (Mel.), a veces engañosos ἐνύπνια γὰρ τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα Hdt.7.16β, ἔκ τινων ἐνυπνίων ποιητικῆς ἁψάμενος Plu.2.16b
•ref. al sueño que lleva a la curación en la incubatio ἐγκαθεύδων ἐ. εἶδε IG 42.121.98 (IV a.C.)
•Περὶ ἐνυπνίων, περὶ ἐνυπνίου tít. o subtítulo de tratados de varios autores: Aristóteles, Arist.Insomn.tít., Teofrasto, D.L.5.45, Estratón, D.L.5.59, Aristófanes de Bizancio, Tz.Ex.52.2, Luciano, Luc.Somn.tít.
2 visión, representación de imágenes en el sueño νυκτὸς ὄψις ἐμφανὴς ἐνυπνίων nítida visión de sueños nocturnos A.Pers.518, cf. Hdt.8.54, Pl.R.572b, D.H.1.56, IP 8(3).132 (II/III d.C.), ἰδόντι τοιοῦτον ἐνύπνιον Ar.V.25, cf. 38, Pl.Plt.290b, Theoc.30.22, ἐνύπνιον ... ἑορακέναι νικητικόν Alex.274.1, οὔπω σοῦ τὸ περὶ Παυσανίαν ἐ. ἑωρακότος Aeschin.3.219, cf. Hyp.Eux.3, Polyaen.4.8.2, τοὐνύπνιον ἔτι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἕστηκεν ἐπιδεικνύμενον τὸ χρυσίον Luc.Gall.28.
3 gener. plu., medic. sueños como signos diagnósticos (διαγινώσκειν) μαθόντες ... ἐνυπνίοισι, οἵοισι καὶ ὅτε Hp.Epid.1.23, cf. 6.8.9, Hum.4, Ruf.Interrog.33, Gal.6.833, δόξαι δέ τινες ἕτεραι ἐνδιατρίβουσιν, ἃ δὴ ἐνύπνια καλέονται en la explicación fisiol. del sueño, Hp.Flat.14, cf. Arist.Insomn.462a16, περὶ μὲν οὖν ἐνυπνίου καὶ ὀνείρου διαφορᾶς Artem.1.1
•esp. sueños incoherentes y que producen gran agitación como síntoma de la fiebre junto al insomnio ἐς δὲ τὴν νύκτα οὐδὲν ἐκοιμήθη· ἐνύπνια καὶ λογισμοί Hp.Epid.1.26.8, cf. Morb.Sacr.14, ἐνύπνια τὰ ἐν φρενιτικοῖς ἐναργέα Hp.Prorrh.1.5, ἐν πυρετοῖς ὑπὸ ἐνυπνίων ὠχλεῖτο ὑφ' οἵων οἴδαμεν en el curso de unas fiebres era perturbado por sueños del tipo que conocemos (prob. c. el sent. de ‘poluciones nocturnas’), Hp.Epid.4.57, en sg. ταραχῶδες ἐνύπνιον Hp.Coac.587
•tít. de obra de Hipócrates Περὶ ἐνυπνίων Hp.Vict.4 tít., de Galeno Περὶ τῆς ἐκ τῶν ἐνυπνίων διαγνώσεως Gal.6.832.
III adv. -ως en sueños Ariston.Il.2.56.
German (Pape)
[Seite 860] im Schlafe, im Traume erscheinend; φαντάσματα Aesch. Spt. 699; ἐνύπνιος ἦλθε Artemon. 2 (VII, 124). Die Alten erkl. das homerische ἐνύπνιον durch ἐνυπνίως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui apparaît en songe;
2 neutre adv. • ἐνύπνιον en songe.
Étymologie: ἐν, ὕπνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνύπνιος: являющийся во сне (φαντάσματα Aesch.): ἐ. ἦλθέ μοι Anth. он приснился мне.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνύπνιος: -ον, (ὕπνος), ὁ ἐν ὕπνῳ συμβαίνων· ἐντεῦθεν τὸ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ἐνύπνιον, καθ’ ὕπνους, θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος ἀμβροσίην διὰ νύκτα Ἰλ. Β. 56, Ὀδ. Ξ. 495· ἐνύπνιον... ὀκτωκαιδεκέτους παιδός... ἤγαγ’ ἔρως ὑπὸ χλαῖναν Ἀνθ. Π. 12. 125· πρὸς θεῶν ἐνύπνιον ἑστιώμεθα; πρὸς θεῶν μήπως ἐστιώμεθα καθ’ ὕπνους; μήπως φιλευώμεθα εἰς τὸν ὕπνον μας; Ἀριστοφ. Σφ. 1218· μεταγν., κατ’ ἐνύπνιον Ἀνθ. Π. 11. 150. 2) μεθ’ Ὅμηρον ἁπλῶς ὡς τὸ ὄνειρος, κοινῶς, ὄνειρον, ὄψις ἐνυπνίου, τὸ ὅ,τι βλέπει τις εἰς τὸ ὄνειρόν του, Ἡρόδ. 8. 54· ὄψις ἐμφανὴς ἐνυπνίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 518, πρβλ. 226, Πλάτ. Πολ. 572Β· ἐνυπνίῳ πιθέσθαι Πινδ. Ο. 13. 113· ἐν. ἰδεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 25, Πλάτ. Πολιτικ. 290Β· τὸ ἐν. ἀποτελέσθαι ὁ αὐτ. Πολ. 443Β· ἐνύπνια κρίνειν Θεόκρ. 21. 29· περὶ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Ἀριστ. περὶ Ἐνυπνίων, καὶ περὶ Μαντικ. ἐν Ὕπνοις· ― ὁ φαινόμενος καθ’ ὕπνον, ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Αἰσχύλ. Θήβ. 710· καὶ ἀρσ., καθ’ ὕπνους, ἐνύπνιος ἦλθε Ἀνθ. Π. 12. 124: ― ὁ Ἀρτεμίδωρος (1.1) ποιεῖται λόγον περὶ διαφορᾶς ἐνυπνίου καὶ ὀνείρου, «ταύτῃ γὰρ ὄνειρον ἐνυπνίου διαφέρει, ᾗ συμβέβηκε τῷ μὲν εἶναι σημαντικὸν τῶν μελλόντων, τῷ δὲ τῶν ὄντων», ἀλλ’ ἡ δόκιμος χρῆσις τῆς λέξεως δὲν δικαιολογεῖ τὴν τοιαύτην διάκρισιν.
English (Autenrieth)
in sleep, only neut. as adv., Il. 2.56.
Greek Monolingual
ἐνύπνιος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἄγαν δ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνύπνιον
στον ύπνο («θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐνύπνιος: -ον (ὕπνος), αυτός που εμφανίζεται στα όνειρα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐν-ύπνιος, ον adj ὕπνος
in dreams appearing, Aesch.