ὑπαναστατέον

Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

(ὑπανίσταμαι)

   A one must rise up, esp. to make room for another, X.Lac.9.5.

German (Pape)

[Seite 1182] adj. verb. von ὑπανίστημι, man muß aufstehen, um Platz zu machen, Xen. Lac. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπανίσταμαι, πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, μάλιστα ὅπως παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5.