ὑπαναστατέον
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
(ὑπανίσταμαι) one must rise up, esp. to make room for another]], X.Lac.9.5.
German (Pape)
[Seite 1182] adj. verb. von ὑπανίστημι, man muß aufstehen, um Platz zu machen, Xen. Lac. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαναστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπανίσταμαι, πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, μάλιστα ὅπως παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5.
Greek Monotonic
ὑπαναστᾰτέον: ρημ. Επίθ. του ὑπανίσταμαι, αυτό που πρέπει, οφείλει να σηκωθεί από την θέση του, σε Ξεν.