κόμαιθος

Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

German (Pape)

[Seite 1476] mit brennenden, rothen Haaren, Lycophr. 924.

Greek (Liddell-Scott)

κόμαιθος: -ον, (κόμη, αἴθω) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ ὄνομα Κομαιθώ, ἥτις ἦν θυγάτηρ Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.