κόμαιθος

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

German (Pape)

[Seite 1476] mit brennenden, rothen Haaren, Lycophr. 924.

Greek (Liddell-Scott)

κόμαιθος: -ον, (κόμη, αἴθω) ἔχων κόμην πυρρὰν ἢ ξανθήν, ἐξ οὗ τὸ ὄνομα Κομαιθώ, ἥτις ἦν θυγάτηρ Πτερέλου, Λυκόφρ. 934.

Greek Monolingual

κόμαιθος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοκκινωπά ή ξανθά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + αἶθος «καύσωνας, πυρ»].