ξανθόλοφος
English (LSJ)
ον,
A gloss on φοινικόλοφος, EM797.39, Hsch. (ξανθοῦ λόφου cod.), Suid.
German (Pape)
[Seite 275] mit gelbem Helmbusch, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ξανθὸν λόφον, Ἐτυμ. Μέγ. 797, 39, Σουΐδ. ἐν λ. φοινικολόφου.