ξανθόλοφος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθόλοφος Medium diacritics: ξανθόλοφος Low diacritics: ξανθόλοφος Capitals: ΞΑΝΘΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: xanthólophos Transliteration B: xantholophos Transliteration C: ksantholofos Beta Code: canqo/lofos

English (LSJ)

ξανθόλοφον, Glossaria on φοινικόλοφος, EM797.39, Hsch. (ξανθοῦ λόφου cod.), Suid.

German (Pape)

[Seite 275] mit gelbem Helmbusch, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ξανθὸν λόφον, Ἐτυμ. Μέγ. 797, 39, Σουΐδ. ἐν λ. φοινικολόφου.

Greek Monolingual

ξανθόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξανθό λόφο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + λόφος «κεφαλή» (πρβλ. χρυσόλοφος)].