φοινικόλοφος

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόλοφος Medium diacritics: φοινικόλοφος Low diacritics: φοινικόλοφος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: phoinikólophos Transliteration B: phoinikolophos Transliteration C: foinikolofos Beta Code: foiniko/lofos

English (LSJ)

φοινικόλοφον, purple-crested or crimson-crested, δράκων E.Ph. 820 (lyr.); ὄρνιθες Theoc.22.72; ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2.

German (Pape)

[Seite 1296] mit purpurrothem Federbusch, Kamm; δράκων, Eur. Phoen. 827; Hahn, Theocr. 22, 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'aigrette ou à la crête écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόλοφος: с пурпурным гребнем или с пурпурным хохолком (δράκων Eur.; ὄρνις Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον πορφυροῦν, δράκων Εὐρ. Φοίν. 820· ὄρνιθες Θεόκρ. 22. 72· ἀλεκτρυὼν Γεωπ. 14. 16, 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος
«πορφυρό χρώμα» + -λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθόλοφος, χρυσόλοφος].

Greek Monotonic

φοινῑκόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ.

Middle Liddell

φοινῑκό-λοφος, ον,
purple or crimson-crested, Eur.