πέταχνον

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό, (πετάννυμι)

   A broad flat cup, Alex.59, prob. in Ostr.Bodl.i318 (ii/i B.C.) ; cf. πέτακνον:—hence πεταχνόομαι, drink from πέταχνα, drink deep, Ar.Fr.288 (ap.Phot., cf. Hsch. s.v. πεταλοῦνται; πεταχνεῦται codd. Ath.).

German (Pape)

[Seite 605] τό, auch πέτακνον u. πάτακνον, ein breites, flaches Trinkgeschirr, Alexis bei Ath. III, 125 f, der XI, 496 a erkl. ποτήριον ἐκπέταλον.

Greek (Liddell-Scott)

πέταχνον: τό, (πετάννυμι) πλατὺ ποτήριον, Ἄλεξις ἐν «Δρωπίδῃ» 1· πέτακνον παρ’ Ἡσύχ.· ― πεταχνόομαι, πίνω μὲ πέταχνον, πίνω πολύ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 279, πρβλ. Φώτ.· παρ’ Ἡσύχ. πεταλοῦται εἶναι ἐφθαρμ. ἀντὶ πεταχνοῦται.