ον,
A late in marrying, Ptol.Tetr.183.
[Seite 460] spät heirathend, Sp.
βρᾰδύγᾰμος: -ον, βραδὺς ἐν τῷ γάμῳ, ὀψίγαμος, ἀργὰ ἐρχόμενος εἰς γάμον, Προκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 256.