βραδύγαμος
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
βραδύγαμον, late in marrying, Ptol.Tetr.183.
Spanish (DGE)
-ον tardo en casarse Ptol.Tetr.4.5.1.
German (Pape)
[Seite 460] spät heirathend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύγᾰμος: -ον, βραδὺς ἐν τῷ γάμῳ, ὀψίγαμος, ἀργὰ ἐρχόμενος εἰς γάμον, Προκλ. παραφρ. Πτολ. σ. 256.