ἀπερίβλεπτος
German (Pape)
[Seite 287] 1) nicht überschaut, nicht erwogen. – 2) nicht um sich schauend, unvorsichtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίβλεπτος: -ον, ὁ μὴ περιβλεπόμενος, ἀπερίοπτος Α. Β. 8. 9, ἐν λέξ. ἀπέρωτος. ΙΙ. ἀκατάληπτος, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 162, «ἀνυπονόητος» Σουΐδ., «ἀπερινόητος» Ἡσύχ.