ἡμιπέπανος
German (Pape)
[Seite 1169] halb reif, Sp.; auch ἡμιπέπειρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπέπᾰνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.
[Seite 1169] halb reif, Sp.; auch ἡμιπέπειρος, Hesych.
ἡμιπέπᾰνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.