προευλαβέομαι

Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

aor. -ηυλαβήθην,

   A take heed, be cautious beforehand, D.25.95.

German (Pape)

[Seite 722] dep. pass., sich vorher wohl in Acht nehmen, μὴ περιμείναντάς τι παθεῖν, ἀλλὰ προευλαβηθέντας, Dem. 25, 95.

Greek (Liddell-Scott)

προευλᾰβέομαι: ἀόρ. -εὐλαβήθην· ἀποθ.· ― προσέχω, γίνομαι προσεκτικὸς ἐκ τῶν προτέρων, Δημ. 798 ἐν τέλ.