χρυσόπους

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. -πουν, gen. -ποδος,

   A gold-footed, φορεῖα Plb.30.25.18; κλίνη Heraclid.Cum. 2.

German (Pape)

[Seite 1382] οδος, mit goldenen Füßen; φορεῖον Pol. 31, 3,18; κλίνη Heraclid. bei Ath. IV, 145 c.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἔχων χρυσοῦς πόδας, φορεῖον Πολύβ. 31. 3, 18· ἐπὶ κλίνης χρυσόποδος κατακείμενος Ἡρακλείδης ὁ Κυμαῖος παρ’ Ἀθην. 145C.