χρυσόπους

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπους Medium diacritics: χρυσόπους Low diacritics: χρυσόπους Capitals: ΧΡΥΣΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chrysópous Transliteration B: chrysopous Transliteration C: chrysopous Beta Code: xruso/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. -πουν, gen. -ποδος, gold-footed, φορεῖα Plb.30.25.18; κλίνη Heraclid.Cum. 2.

German (Pape)

[Seite 1382] οδος, mit goldenen Füßen; φορεῖον Pol. 31, 3,18; κλίνη Heraclid. bei Ath. IV, 145 c.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπους: 2, gen. ποδος на золотых или золоченых ножках (φορεῖον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἔχων χρυσοῦς πόδας, φορεῖον Πολύβ. 31. 3, 18· ἐπὶ κλίνης χρυσόποδος κατακείμενος Ἡρακλείδης ὁ Κυμαῖος παρ’ Ἀθην. 145C.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει χρυσά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πους (< πούς), πρβλ. χαλκόπους].