ή, όν, Ion. for
A πιναρός, ἔρια πινηρά Hp. ap. Erot.
[Seite 617] ion. statt πιναρός, Hippocr.
πῐνηρός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πιναρός, ἔρια πινηρὰ Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 290.