πιναρός
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ά, όν, (πίνος) dirty, squalid, Cratin.372, E.El.184 (lyr.); πιναρὸν… ἀλουτίᾳ κάρα Eup.251; of unwashed wool, Aret.CA1.1; cf. πινηρός.
German (Pape)
[Seite 616] ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσθαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sale, crasseux ; τὸ πιναρόν = saleté.
Étymologie: πίνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιναρός -ά -όν [πίνος] vuil, smerig; subst. τὸ πιναρόν = smerigheid.
Russian (Dvoretsky)
πῐνᾰρός: покрытый грязью, грязный (κόμη Eur.).
Greek Monolingual
και πινηρός, -ά, -όν, Α
γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ.
β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.)
γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπαρός)].
Greek Monotonic
πῐνᾰρός: -ά, -όν (πίνος), βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνᾰρός: -ά, -όν, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ κάρα Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. πινηρός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιναρός· ῥυπαρός, εὐτελής, ἐλάχιστος».
Middle Liddell
πῐνᾰρός, ή, όν πίνος
dirty, squalid, Eur.
Translations
unwashed
Danish: uvasket; Dutch: ongewassen; German: ungewaschen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽𐍃; Greek: άλουστος, αλουτράριστος, άλουτρος, αμπανιάριστος, άνιπτος, άνιφτος, άπλυτος; Ancient Greek: ἄγναπτος, ἄλουστος, ἄλουτος, ἀναπόνιπτος, ἄνιπτος, ἄπλυντος, ἄπλυτος, ἄρρυπτος, νήπλυτος, πιναρός, πινηρός; Ingrian: pesemätöin; Manx: neuoonlit, neunieet, neughlen; Norwegian Bokmål: uvasket; Nynorsk: uvaska; Spanish: no lavado, no limpio, sucio