πινηρός
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
πινηρή, πινηρόν, Ion. for πιναρός, ἔρια πινηρά Hp. ap. Erot.
German (Pape)
[Seite 617] ion. statt πιναρός, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνηρός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πιναρός, ἔρια πινηρὰ Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 290.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
βλ. πιναρός.
Translations
unwashed
Danish: uvasket; Dutch: ongewassen; German: ungewaschen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽𐍃; Greek: άλουστος, αλουτράριστος, άλουτρος, αμπανιάριστος, άνιπτος, άνιφτος, άπλυτος; Ancient Greek: ἄγναπτος, ἄλουστος, ἄλουτος, ἀναπόνιπτος, ἄνιπτος, ἄπλυντος, ἄπλυτος, ἄρρυπτος, νήπλυτος, πιναρός, πινηρός; Ingrian: pesemätöin; Manx: neuoonlit, neunieet, neughlen; Norwegian Bokmål: uvasket; Nynorsk: uvaska; Spanish: no lavado, no limpio, sucio