όν,
A willing, Emp.35.6. 2 kindly, ἄλσος B.16.85; glossed by ἥσυχος, Phot.
θελημός: -όν, = θελεμός, ἥσυχος, πόντιον τέ νιν δέξατο θελημὸν ἄλσος Βακχυλ. 16. 85.